- δυσόμιλος
- δυσόμῑλος , δυσόμιλοςhard to live withmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσόμιλος — δυσόμιλος, ον (Α) 1. αυτός με τον οποίο δύσκολα ζει κανείς μαζί 2. αυτός που με την παρουσία του προκαλεί κακό … Dictionary of Greek
δυσόμιλον — δυσόμῑλον , δυσόμιλος hard to live with masc/fem acc sg δυσόμῑλον , δυσόμιλος hard to live with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσομίλητος — δυσομίλητος, ον (Α) ο δυσόμιλος … Dictionary of Greek
όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… … Dictionary of Greek